- λιμόψωρος
- λιμόψωρος, ὁ (Α)είδος ψώρας τών ανθρώπων και τών ζώων που οφείλεται σε πείνα ή σε κακή διατροφή («καὶ τοῑς ἀνδράσιν ὁ λεγόμενος λιμόψωρος καὶ τοιαύτη καχεξία», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -ψωρος (< ψώρα), πρβλ. μελάμ-ψωρος].
Dictionary of Greek. 2013.